κολεγιόπαιδο

κολεγιόπαιδο
το
1. σπουδαστής κολεγίου.
2. (ειρων.), σοκολατόπαιδο, μαμόθρεφτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κολεγιόπαιδο — το 1. παιδί που φοιτά σε κολέγιο 2. νέος με επιτηδευμένο τρόπο συμπεριφοράς και ντυσίματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”